MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017

Το «νεοφιλελεύθερο» παραμύθι

Mία πλούσια μειονότητα θα πρέπει να γίνει ακόμη πιο πλούσια, για να επενδύσει δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας – οπότε η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων είναι αναγκασμένη να συμφωνήσει να γίνει πιο φτωχή, για να αποφύγει την ακόμη μεγαλύτερη εξαθλίωση της.

«Ο ατομισμός, στον οποίο στηρίζεται ο φιλελευθερισμός, αποτελεί ένα σύστημα, στο οποίο η κοινωνική αλληλεγγύη είναι άγνωστη (οπότε είναι οξύμωρο να ζητούν οι φιλελεύθεροι Έλληνες την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, την οποία πολύ σωστά με κριτήριο την ιδεολογία τους αρνούνται οι γερμανοί φιλελεύθεροι). 

Ο φιλελευθερισμός βασίζεται σε μία ακριβώς αντίθετη αρχή: του ανταγωνισμού και της πάλης των ατόμων, ο οποίος καταλήγει στη συντριβή των αδύναμων από τους ισχυρούς και στην καταδυνάστευση των λιγότερο ικανών από τους ικανότερους (είτε πρόκειται για χώρες, είτε για επιχειρήσεις, είτε για ανθρώπους)» Ξ. Ζολώτας, 1943.

Ανάλυση

Υπάρχουν ορισμένες «πολιτικές» λέξεις με οικονομικής «χροιά» που ακούγονται όμορφα από την πλειοψηφία των ανθρώπων – όπως ο σοσιαλισμός και ο φιλελευθερισμός. Άλλες πάλι θεωρούνται άσχημες, όπως ο νεοφιλελευθερισμός και ο κομμουνισμός. Εν τούτοις, ελάχιστοι γνωρίζουν το πραγματικό τους νόημα, αφού έχουν επικρατήσει ως εκφράσεις.

Για παράδειγμα, σε γενικές γραμμές σοσιαλισμός σημαίνει πως όλα τα μέσα παραγωγής ανήκουν στο κράτος, ενώ οι άνθρωποι είτε δεν έχουν καμία ιδιοκτησία, είτε τους ανήκει μόνο η κατοικία τους που όμως δεν επιτρέπεται να τη μεταβιβάσουν – ενώ μπορούν να λειτουργούν μόνο μικρές επιχειρήσεις, χωρίς να απασχολούν ξένο εργατικό δυναμικό (=απαγόρευση της εκμετάλλευσης ανθρώπων από ανθρώπους). Η ηθική του στηρίζεται στην αλληλεγγύη, ενώ η βασική του διαφορά με τον κομμουνισμό είναι το ότι, οι άνθρωποι έχουν ελεύθερη επιλογή όσον αφορά τη θέση εργασίας και την κατανάλωση – τα οποία στον κομμουνισμό προδιαγράφονται από την κεντρική κυβέρνηση, όπως όλα τα υπόλοιπα.

Τι ακριβώς σημαίνει «αριστερά» βέβαια κανένας δεν γνωρίζει επακριβώς, οπότε θα έπρεπε να εξηγείται καλύτερα στις κοινωνίες από τα εκάστοτε πολιτικά κόμματα – κάτι που ισχύει επίσης για τη «δεξιά». Το κύριο πάντως πρόβλημα που καλούνται να επιλύσουν τα αλληλέγγυα οικονομικά συστήματα, είναι ο συνδυασμός της κοινωνικής δικαιοσύνης με την ευημερία – οπότε η «συνταγή» που θα εξασφαλίζει την ανάπτυξη, άρα τη συνεχή άνοδο της παραγωγικότητας, με μία δίκαιη αναδιανομή των εισοδημάτων.

Όσον αφορά το νεοφιλελευθερισμό, όταν εμφανίσθηκε μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, επρόκειτο ουσιαστικά για τη μεικτή οικονομία – την «ελεγχόμενη φιλελεύθερη» με κοινωνικό πρόσωπο. Εν προκειμένω οι κοινωφελείς, καθώς επίσης οι μονοπωλιακές επιχειρήσεις ανήκουν στο κράτος – ενώ σχεδόν όλες οι υπόλοιπες στον ιδιωτικό τομέα.

Εν τούτοις, ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τη σχολή του Σικάγο με ένα εντελώς διαφορετικό νόημα – αφορώντας ουσιαστικά την παλαιά μορφή του φιλελευθερισμού (Laissez faire), όπου τα πάντα ανήκουν σε ιδιώτες. Όσον αφορά την οικονομία, αφήνεται στο «αόρατο χέρι της αγοράς» – το οποίο δήθεν ρυθμίζει τα πάντα σωστά, αρκεί να μην υπάρχει κανενός είδους κρατική παρέμβαση.

Στα πλαίσια αυτά, η σωστή ονομασία του νεοφιλελευθερισμού, με βάση το νόημα που της δίνεται σήμερα, θα ήταν παλαιοφιλελευθερισμός – τα επακόλουθα του οποίου φάνηκαν όταν ξέσπασε η καταστροφικότερη κρίση του 20ου αιώνα: το κραχ του 1929 και η Μεγάλη Ύφεση, η οποία ουσιαστικά διήρκεσε έως το 1938, έχοντας αντιμετωπιστεί τελικά με τη «βοήθεια» του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Εμείς θα χρησιμοποιούμε όμως τη λέξη «νεοφιλελευθερισμός» με το χαρακτήρα που της προσδόθηκε από τη σχολή του Σικάγο – οπότε σαν να πρόκειται για τον παλαιό φιλελευθερισμό (οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ πως η πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση στην Ελλάδα και στηρίζει η αξιωματική αντιπολίτευση, είναι η ακραία νεοφιλελεύθερη που επιβάλλεται από την πρωσική Γερμανία).

Σε γενικές γραμμές πάντως, φιλελευθερισμός σημαίνει «ο καθένας ανάλογα με τις δυνατότητες του», σοσιαλισμός «ο καθένας ανάλογα με τη συμβολή του στην παραγωγική διαδικασία», ενώ κομμουνισμός «ο καθένας ανάλογα με τις ανάγκες του» – όπου στο φιλελευθερισμό η οικονομική ζωή ρυθμίζεται αυτόματα από το αόρατο χέρι της αγοράς και το σύστημα των τιμών (ζήτηση/προσφορά), στο σοσιαλισμό από το κράτος με τη βοήθεια όμως του συστήματος των τιμών, ενώ στον κομμουνισμό από το κράτος, χωρίς το σύστημα των τιμών.

Μετά τον πόλεμο τώρα, επικράτησε η οικονομική πολιτική του Keynes – βασικό στοιχείο της οποίας είναι πως το κράτος επεμβαίνει διορθωτικά στην ελεύθερη οικονομία, ιδίως όταν βυθίζεται στην ύφεση, διεξάγοντας επενδύσεις που προκαλούν ελλείμματα στον προϋπολογισμό (άρα ο ελεγχόμενος φιλελευθερισμός με κοινωνικό πρόσωπο, γνωστός και ως σοσιαλδημοκρατία).

Αργότερα όμως, όταν ξεκινούν να επενδύουν οι ιδιώτες αφού έχει αποκατασταθεί η ζήτηση, το κράτος αποσύρεται πουλώντας τις συγκεκριμένες επενδύσεις του – οπότε καλύπτονται τα δημόσια χρέη που προήλθαν από τα ελλείμματα. Εκτός αυτού η οικονομία δεν αφήνεται εξ ολοκλήρου στο ελεύθερο χέρι της αγοράς, αλλά ρυθμίζεται από το κράτος – ιδίως ο χρηματοπιστωτικός τομέας, ο οποίος διαφορετικά τείνει προς την κερδοσκοπία και την ασυδοσία, παράγοντας μεγάλες κρίσεις.

Περαιτέρω, η νεοφιλελεύθερη σχολή του Σικάγο (παλαιοφιλελεύθερη ουσιαστικά), άσκησε έντονη κριτική στην οικονομική πολιτική του Keynes – ισχυριζόμενη πως με τις επί πιστώσει δαπάνες της αυξάνει το δημόσιο χρέος, επιβαρύνοντας την οικονομία. Στα πλαίσια αυτά η μείωση του δημοσίου χρέους, μαζί με την ανάπτυξη και την απασχόληση, αποτέλεσαν τους τρεις βασικούς πυλώνες της «νεοφιλελεύθερης» πολιτικής – ενώ οι αποκρατικοποιήσεις ήταν ο τέταρτος, αφενός μεν για τη μείωση των κρατικών χρεών, αφετέρου επειδή το δημόσιο νομοτελειακά δεν είναι καλός επιχειρηματίας.

Η πραγματικότητα όμως είναι εντελώς διαφορετική, αφού από την εποχή της επικράτησης του «νεοφιλελευθερισμού» τα χρέη των βιομηχανικών κρατών αυξάνονται – τόσο ως απόλυτα μεγέθη, όσο και ως ποσοστά επί του ΑΕΠ. Ακόμη χειρότερα παρά τις αποκρατικοποιήσεις – κάτι που κατά τη γνώμη μας ήταν εύλογο, αφού το κράτος εισπράττει μεν το τίμημα, αλλά χάνει τα ετήσια κέρδη τους, ενώ διαπιστώνεται επίσης φορολογική απώλεια, λόγω της νόμιμης φοροδιαφυγής τους (φοροαποφυγή). 

Για παράδειγμα, από το 1975 τα χρέη των Η.Π.Α. αυξήθηκαν από 38% του ΑΕΠ στο 106%, (σε απόλυτους αριθμούς από σχεδόν μηδενικά στα 20 τρις $ – γράφημα), της Γερμανίας από 20% στο 75% (θα είχαν υπερβεί το 100% εάν δεν απομυζούσε την Ευρωζώνη από το 2000), της Μ. Βρετανίας από 20% στο 85%, της Γαλλίας από 18% σχεδόν στο 100%, ενώ της Ιαπωνίας από 30% στο 240%. 

Επομένως, ο «νεοφιλελευθερισμός» αποδείχθηκε πως είναι μία καταστροφική πολιτική, ενώ οφείλει να αναρωτηθεί κανείς γιατί ο «ελεγχόμενος φιλελευθερισμός» του Keynes κατηγορείται – αφού οδήγησε στην οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους, καθώς επίσης στη δημιουργία των υποδομών που είχαν καταστραφεί από τον πόλεμο, παράγοντας πολύ λιγότερα χρέη από ότι ο «νεοφιλελευθερισμός», ο οποίος επιμένει επί πλέον στην κατάργηση του κράτους προνοίας.

Η σκλαβιά του χρέους

Συνεχίζοντας, η δημιουργία χρεών είναι θεμελιωδώς ένας χρήσιμος μηχανισμός για την κινητοποίηση των κοινωνικών και φυσικών πόρων, με στόχο την αύξηση της ευημερίας – εννοώντας βέβαια εκείνα τα χρέη που δημιουργούνται για τη διεξαγωγή επενδύσεων και όχι για την κατανάλωση ή για τη χρηματοδότηση υπερβολικών δημοσίων δαπανών. Είναι δυνατόν όμως να οδηγήσει στη σκλαβιά του χρέους, όπως έχει συμβεί πολλές φορές στην ιστορία – με πρόσφατο παράδειγμα την Ελλάδα, η οποία έχει μετατραπεί σε γερμανικό προτεκτοράτο που, παρά το ότι θα λεηλατηθεί, θα παραμείνει χρεωμένο στο διηνεκές.

Το γεγονός αυτό παρατηρείται σε περιόδους που οι δανειστές γίνονται πολύ ισχυροί, αποκτώντας μία μονοπωλιακή θέση – όπως σήμερα στην Ευρωζώνη, στην οποία δεν συναντάμε πια κανένα ευρωπαϊκό ιδεώδες που να μπορεί να ικανοποιεί τους Πολίτες, αλλά τη φασιστική δικτατορία των χρηματοπιστωτικών αγορών. Αντίθετα, τα ελλείμματα των κρατών που χρηματοδοτούνταν με δάνεια την εποχή του Keynes, είχαν συμβάλλει πράγματι σε μεγάλο βαθμό στην άνοδο της ευημερίας και της παραγωγικότητας – επειδή η τελευταία ήταν συνδεδεμένη με τις ανάλογες αυξήσεις των πραγματικών μισθών των εργαζομένων, εξασφαλίζοντας την ευημερία τους.

Όσον αφορά τους δανειολήπτες τότε, είχαν δημιουργήσει αρκετή ανάπτυξη με τη βοήθεια του κρατικού δανεισμού τους – οπότε ήταν σε θέση να αποπληρώνουν τα χρέη τους, όπως επίσης το δημόσιο λόγω της ανόδου των φορολογικών του εσόδων εξαιτίας της αύξησης του ΑΕΠ. Ο συγκεκριμένος κύκλος παραγωγικών χρημάτων, απασχόλησης και ανάπτυξης έφτασε στο τέλος του τη δεκαετία του 1980 – κατά την οποία επανήλθε ο φιλελευθερισμός στην προηγούμενη του μορφή (νεοφιλελευθερισμός στην καθομιλουμένη, παλαιοφιλελευθερισμός στην πραγματικότητα). 

Έκτοτε αφενός μεν απελευθερώθηκε ο χρηματοπιστωτικός κλάδος, αφετέρου σταμάτησε η σύνδεση των μισθών με την παραγωγικότητα – με αποτέλεσμα να μην έχουν αυξηθεί καθόλου οι πραγματικοί μισθοί, οπότε να καλύπτονται οι ανάγκες των εργαζομένων μέσω της σύναψης δανείων. Εκτός αυτού κλιμακώθηκαν σε μεγάλο βαθμό οι εισοδηματικές ανισότητες – όπως ακριβώς την εποχή πριν το κραχ του 1929.

Περαιτέρω, μετά το 1980 ο δημόσιος δανεισμός έπαψε να οδηγεί σε μεγαλύτερη ανάπτυξη και απασχόληση – άρα σταμάτησαν να αυξάνονται τα κρατικά έσοδα και κλιμακώθηκε το χρέος ως προς το ΑΕΠ στις περισσότερες βιομηχανικές χώρες. Για παράδειγμα, το δημόσιο χρέος της Ιαπωνίας έφτασε στο 250% του ΑΕΠ της από κάτω του 50% το 1980 (γράφημα, μπλε στήλες, αριστερή κάθετος) – ενώ της Γαλλίας πλησιάζει το 100% (διακεκομμένη γραμμή, δεξιά κάθετος). 

Αντίθετα λοιπόν με τις θεωρίες του νεοφιλελευθερισμού της σχολής του Σικάγο, η απομάκρυνση από την πολιτική του Keynes οδήγησε στην υπερχρέωση των κρατών, καθώς επίσης της πλειοψηφίας των ανθρώπων, μαζί με την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας και τον περιορισμό του κοινωνικού κράτους – παράλληλα με την κατακόρυφη άνοδο των εισοδηματικών ανισορροπιών και τον υπερβολικό πλουτισμό μίας μειοψηφίας, η οποία συνεχώς συρρικνώνεται με την ταυτόχρονη αύξηση του πλούτου της (από το 10% στο 1% και σήμερα στο 0,01%).

Η φορολογική πολιτική 

Συνεχίζοντας, εάν ερευνήσει κανείς τη φορολογική πολιτική των τελευταίων δεκαετιών σε διεθνές επίπεδο, θα διαπιστώσει πως εκεί οφείλεται ένα μεγάλο μέρος της ανόδου των δημοσίων χρεών – με εξαίρεση την Ελλάδα, στην οποία η βασική αιτία είναι η πολιτική διαφθορά. Για παράδειγμα στις Η.Π.Α., στη Γερμανία, στη Μ. Βρετανία και στη Γαλλία, οι ανώτατοι φορολογικοί συντελεστές του εισοδηματικά ισχυρότερου 10% του πληθυσμού μειώθηκαν από το 55%-98%, στο 35%-52% – όπως ακριβώς συνέβη στο ξεκίνημα του 20ου αιώνα με κατάληξη το κραχ του 1929 (πηγή: T. Piketty), όπου τις δύο πρώτες δεκαετίες τα ανώτατα εισοδηματικά στρώματα δεν πλήρωναν σχεδόν καθόλου φόρους. 

Στα πλαίσια αυτά, οι δομικές ομοιότητες της κρίσης του 1929 με αυτήν του 2008 είναι εντυπωσιακές – αφού, μεταξύ άλλων, σε καμία από τις δύο αυτές εποχές οι πλούσιοι δεν επένδυσαν τα υψηλότερα εισοδήματα τους στην πραγματική οικονομία, δημιουργώντας τουλάχιστον νέες θέσεις εργασίας. Αντίθετα, μεταξύ των ετών 1980 και 2010 οι επενδύσεις στις Η.Π.Α., στην Ευρωζώνη και στην Ιαπωνία μειώθηκαν από το 23% στο 17,5% – κάτι απολύτως φυσιολογικό, αφού λόγω της μη αύξησης των πραγματικών εισοδημάτων της πλειοψηφίας των ανθρώπων περιορίσθηκε η ζήτηση, οπότε δεν υπήρχε κίνητρο διενέργειας επενδύσεων εκ μέρους των πλουσίων.

Η αύξηση τώρα των δημοσίων χρεών χρησιμοποιήθηκε ως δικαιολογία για τις επιθέσεις εναντίον του κοινωνικού κράτους, το οποίο κατηγορήθηκε ως ένοχος – όπως από τη Thatcher, το Reagan ή/και γερμανική κυβέρνηση συνεργασίας των σοσιαλιστών με τους πρασίνους (1999-2005), ο υπουργός οικονομικών της οποίας ξεκίνησε την αποδόμηση του κράτους προνοίας, παράλληλα με τα τεράστια «φορολογικά δώρα» προς τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους. Θεωρώντας δε ηλιθίους τους Γερμανούς εργαζομένους, υιοθέτησε το σύνθημα, σύμφωνα με το οποίο το δημόσιο χρέος είναι ότι πιο μη σοσιαλιστικό υπάρχει – χωρίς φυσικά να τους πει πως αυτοί θα πλήρωναν το τίμημα, ενώ οι μεγάλοι κερδισμένοι θα ήταν οι πλουσιότεροι της χώρας.

Φυσικά από εκείνη τη στιγμή και μετά που ένα κράτος υπερχρεώνεται, γίνεται πολύ πιο εξαρτημένο από τις ελίτ, οπότε επιβάλλουν την ακόμη μεγαλύτερη μείωση της φορολόγησης των ανώτατων εισοδηματικών τάξεων – η οποία, αφενός μεν αυξάνει τον πλούτο τους, αφετέρου την ισχύ τους, με αποτέλεσμα να κυβερνούν αυτοί τις χώρες, με έμμισθο υπηρέτη τους την πολιτική εξουσία. Έτσι ολοκληρώνεται η διαδικασία των αποκρατικοποιήσεων – με την ιδιωτικοποίηση της πολιτικής εξουσίας. 

Από την άλλη πλευρά βέβαια ο φτωχοποιημένος, ανασφαλής και φοβισμένος πληθυσμός αποδέχεται τη μοίρα του – είτε επειδή πιστεύει πως είναι ανίσχυρος να αντιδράσει, είτε επειδή συνειδητοποιεί πολύ αργά την απάτη, διαπιστώνοντας απογοητευμένος πως δεν έχει πια τη δυνατότητα να υπερασπίσει ενεργητικά τα συμφέροντα του. Ενδεχομένως βέβαια να πιστεύει το «νεοφιλελεύθερο παραμύθι» – σύμφωνα με το οποίο μία πλούσια μειονότητα θα πρέπει να γίνει ακόμη πιο πλούσια, για να επενδύσει δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας. Επομένως ότι πρέπει να συμφωνήσει να γίνει πιο φτωχός, για να αποφύγει την ακόμη μεγαλύτερη εξαθλίωση του!

Η χρηματοπιστωτική δικτατορία 

Περαιτέρω, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων σήμερα είναι αντιμέτωπο με έναν χρηματοπιστωτικό κλάδο, ο οποίος ισχυροποιήθηκε παράλληλα με την αύξηση των χρεών κρατών, επιχειρήσεων και Πολιτών – οπότε δεν έχει κανένα λόγο να θέσει σε κίνδυνο την πηγή της ισχύος του: τη δημιουργία χρεών. 

Κάτω από την «αιγίδα» του λοιπόν η φορολογική, χρηματοοικονομική και κοινωνική πολιτική των κυβερνήσεων δεν ελέγχεται πια μέσω των Κοινοβουλίων, αλλά υπαγορεύεται από ένα χρηματοπιστωτικό λόμπι – οπότε ο χρηματοπιστωτικός κλάδος υπονόμευσε τους δημοκρατικούς μηχανισμούς ελέγχου των δημοσίων οικονομικών, έχοντας εξελιχθεί σε έναν πολύ σοβαρό εχθρό της Δημοκρατίας, όπου αυτή λειτουργεί ακόμη (στην Ελλάδα προφανώς έχει πάψει να λειτουργεί). 

Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται σήμερα από τη Γαλλία όπου ο νέος πρόεδρος της, εκτός από τον «εκσυγχρονισμό» της εργατικής νομοθεσίας, ανακοίνωσε τη μείωση των εταιρικών συντελεστών φορολόγησης έως το 2022 από το 33,3% στο 25% – καθώς επίσης του φόρου κεφαλαιακών κερδών από το 50% στο 20%. Στόχος, σύμφωνα με τις δηλώσεις του, είναι η παροχή κινήτρων στα ανώτατα εισοδηματικά στρώματα για τη διεξαγωγή επενδύσεων – παρά το ότι τα κέρδη των γαλλικών επιχειρήσεων αυξάνονται συνεχώς, όταν η συμμετοχή των μισθών σε αυτά έχει μειωθεί από 65% το 1980 στο 58% το 2015. 

Τα αυξημένα κέρδη όμως των γαλλικών πολυεθνικών, όπως συμβαίνει σε ολόκληρη τη Δύση, δεν επενδύονται στην πραγματική οικονομία, αλλά στα χρηματιστήρια – ακριβώς επειδή η ζήτηση, η οποία προφανώς δεν τροφοδοτείται από το 1% του πληθυσμού αλλά από το 99% μειώνεται, ως αποτέλεσμα της πτώσης των πραγματικών αμοιβών. 

Ένα άλλο παράδειγμα είναι οι Η.Π.Α., στις οποίες δήθεν έχει μειωθεί η ανεργία, χωρίς όμως να αυξάνονται οι μισθοί – κάτι που ασφαλώς γίνεται δύσκολα πιστευτό, αφού όταν η ζήτηση στην αγορά εργασίας αυξάνεται, ακολουθούν την ίδια πορεία οι αμοιβές. Εκτός αυτού το ποσοστό συμμετοχής στην αμερικανική αγορά εργασίας ευρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα – γεγονός που δεν ταιριάζει, αφού όταν δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας το ποσοστό συμμετοχής αυξάνεται, επειδή οι άνθρωποι εισέρχονται στην αγορά για να εργασθούν. 

Σύμφωνα δε με τη Fed, οι περισσότεροι νέοι μεταξύ 24 και 34 ετών ζουν μαζί με τους γονείς τους, είτε επειδή είναι άνεργοι, είτε λόγω του ότι πληρώνονται με πολύ λίγα χρήματα – ενώ η ηλικιακή ομάδα, η συμμετοχή της οποίας στην αγορά εργασίας αυξάνεται, είναι η άνω των 55 ετών (γράφημα), επειδή αυτή η ομάδα παίρνει τις θέσεις μερικής απασχόλησης που συνήθως δημιουργούνται.

Επίλογος

Ο νεοφιλελευθερισμός, με τη σημερινή σημασία της λέξης, στην πρώτη εποχή του οδήγησε στο κραχ του 1929, στη Μεγάλη Ύφεση και στο 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο – ενώ ο πλανήτης θα είχε βιώσει μία αντίστοιχη κρίση το 2008, εάν δεν επενέβαιναν οι κεντρικές τράπεζες πλημμυρίζοντας με ρευστότητα το σύστημα.

Αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς πως το πρόβλημα επιλύθηκε, αλλά ότι απλά καθυστέρησε επιδεινούμενο – αν και ορισμένες χώρες, όπως ο ευρωπαϊκός νότος και κυρίως η Ελλάδα, βιώνουν κάτι αντίστοιχο με το 1929, χωρίς καμία ελπίδα για το μέλλον τους εάν δεν αλλάξει η συγκεκριμένη πολιτική. Ήδη πάντως έχουν ξεκινήσει οι κοινωνικές αντιδράσεις, εν πρώτοις με την άνοδο των εθνικιστικών κομμάτων σε πολλές χώρες, καθώς επίσης με την αναβίωση των αποσχιστικών κινημάτων, όπως στην περίπτωση της Καταλονίας – η βασική αιτία των οποίων είναι οικονομικής φύσεως. 

Λογικά συμπεραίνεται λοιπόν πως θα ακολουθήσουν εμφύλιοι πόλεμοι εντός των χωρών το αργότερο όταν συνειδητοποιήσει η μεσαία τάξη πως καταστρέφεται, διακρατικές συγκρούσεις όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας με τη Γερμανία που βρίσκεται σε εξέλιξη, καθώς επίσης παγκόσμιες αντιπαραθέσεις – όπου αρκετοί υποθέτουν ότι, οι Η.Π.Α. υποκινούν την ανόητη συμπεριφορά της Β. Κορέας, έτσι ώστε να τους δοθεί η δικαιολογία μίας πυρηνικής επίθεσης, με έμμεσο στόχο τον εκφοβισμό της Κίνας και της Ρωσίας.

Με τον τρόπο αυτό θα αποθάρρυναν τις επιθέσεις εναντίον του δολαρίου, τυχόν επιτυχία των οποίων θα ήταν θανατηφόρα για την αμερικανική οικονομία – κάτι που όμως θα μπορούσε να πυροδοτήσει έναν παγκόσμιο πόλεμο, ο οποίος θα ήταν μάλλον ο τελευταίος για τον πλανήτη. Ευχόμαστε και ελπίζουμε να μη συμβεί κάτι τέτοιο, καθώς επίσης να γίνουν κατανοητά τα καταστροφικά αποτελέσματα του νεοφιλελευθερισμού, με κριτήριο την ιστορία – πριν οδηγηθούμε σε πολύ χειρότερες περιπέτειες.



Βασίλης Βιλιάρδος
Ειδικότητα: Mάκρο-οικονομικά / Πολιτική Οικονομία




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου